-
1 λιθοδομή
η каменная кладка -
2 λιθοδομή
taş duvar -
3 тюфяк
1. гидр. η επένδυση οχθών (με λιθοδομή, σανίδια κ.λπ.) 2. (набитый чём-л. мешок, служащий постелью) το στρώμα, το στρωματέξ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тюфяк
-
4 каменный
каменн||ыйприл1. λίθινος, πέτρινος:\каменныйая кладка стр. ἡ λιθοδομή, τό χτίσιμο, ἡ τοιχοποιία· \каменныйая плита ἡ πέτρινη πλάκά2. перен (неподвижный, застывший) πέτρινος, ἀπολιθωμένος:\каменныйое лицо́ τό πρόσωπο σάν πέτρα·3. перен (бессердечный) σκληρός, ἀναίσθητος:\каменныйое сердце ὁ σκληρόκαρδος, ἡ σκληρή καρδιά· ◊ \каменныйая соль τό ὁρυχτό ἀλάτι, τό ὁρυκτό ἄλας· \каменный уголь τό πετροκάρβουνο, ὁ λιθάνθραξ· \каменный век археол. ἡ λιθίνη ἐποχή· \каменныйая болезнь ἡ λιθίαση [-ις]· \каменный мешок τό μπουντρούμι· как за \каменныйой стеной ἐν πλήρει ἀσφαλεία. -
5 кладка
кладкаж1. (действие) τό χτίσιμο, ἡ τοποθέτηση [-ις] (труб, печки)! τό στρώσιμο (рельсов)! τό χτίσιμο, ἡ οίκοδόμηση[-ις]. ἡ τοιχοποιία (стен)·2. (стена):каменная \кладка ἡ λιθοδομή· кирпичная \кладка ἡ πλινθοδομή, τό πλινθόκτισμα. -
6 συγκρατώ
(α, ε) μετ.1) сдерживать, удерживать, обуздывать;συγκρατώ την ορμή τού αντιπάλου — сдерживать натиск про-
тивника;μόλις συγκρατ τα γέλια μου — едва удерживаться от смеха;
συγκρατώ κάποιον να μη κάνει απερίσκεπτη πράξη — удержать кого-л. от необдуманного поступка;
2) удерживать, поддерживать;η λιθοδομή θα συγκρατήσει τα χώματα — каменная стена будет предохранять почву от оползания;
3) перен. удерживать, сохранять;συγκρατώ στη μνήμη μου — сохранять, удерживать в памяти;
4) впитывать, вбирать (воду и т. п.);συγκρατιέμαι, συγκρατούμοι — проявлять сдержанность; — владеть собой; — сдерживаться, удерживаться; — брать себя в руки
-
7 masonry
noun (stone(work): He was killed by falling masonry.) λιθοδομή -
8 stonework
noun (construction done in stone, especially the stone parts of a building.) λιθοδομή -
9 кладка
-и θ.1. χτίσιμο•закончить -у τελειώνω το χτίσιμο•
каменная кладка λιθοδομή•
кирпичная кладка πλινθοδομή•
производить -у стен κάνω τοιχοποιία, τοιχοποιώ.
2. τοποθέτηση με τη σειρά, ένταξη•кладка досок τοποθέτηση σανίδων με τη σειρά.
3. βλ. кладь (3 σημ.).4. γέννηση, εναπόθεση, ωοτοκία•у кур началась кладка яйц οι κότες άρχισαν να γεννούν.
5. (διαλχ.) ευνούχιση.
См. также в других словарях:
λιθοδομή — η κατασκευή τοίχου με λίθους, με ή χωρίς αμμοκονίαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + δομή (< δέμω), πρβλ. ξυλο δομή, οικο δομή. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] … Dictionary of Greek
λιθοδομή — η το χτίσιμο πέτρινου τοίχου με ή χωρίς κονίαμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… … Dictionary of Greek
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek
λιθένδυση — η, και λιθένδυτο, το η επένδυση με λιθοδομή, με ή χωρίς κονίαμα, που γίνεται σε κατωφερείς επιχωματώσεις για συγκράτηση τής πτώσης τών χωμάτων, αλλ. λιθιά, ξερολιθιά … Dictionary of Greek
λιθοδομία — η 1. η κατασκευή τοίχου από πέτρες, με ή χωρίς αμμοκονίαμα, λιθοδομή 2. μέρη οικοδομήματος κτισμένα με πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοδόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek
ξηρολιθοδομή — η τοιχοποιία χωρίς παρεμβολή συνδετικού κονιάματος, ξερολιθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + λιθοδομή. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
τοιχοποιία — η, ΝΑ [τοιχοποιός] νεοελλ. 1. κατασκευή, κτίσιμο τοίχου, τοιχοδομία 2. λιθοδομή 3. συνεκδ. το κτισμένο μέρος ενός κτηρίου αρχ. (εσφ. γρφ.) τειχοποιία … Dictionary of Greek
Βαθύπετρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 24 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχανών. Το Β. βρίσκεται στο βουνό Γιούχτας, περίπου 15 χλμ. από την Κνωσό. Σε απόσταση ενός χιλιομέτρου βρίσκονται τα ερείπια … Dictionary of Greek
Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… … Dictionary of Greek